αυχμηρός

αυχμηρός
ά , όν сухой, скучный (о языке, стиле и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αυχμηρός" в других словарях:

  • αὐχμηρός — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχμηρός — ή, ό (AM αὐχμηρός, ά, όν) [αυχμός] 1. ξερός, άνυδρος 2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός μσν. 1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα 2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1| αρχ. (για τα μαλλιά) ρυπαρός, βρόμικος …   Dictionary of Greek

  • αὐχμηρά — αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc pl αὐχμηρά̱ , αὐχμηρός dry fem nom/voc/acc dual αὐχμηρά̱ , αὐχμηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρότερον — αὐχμηρός dry adverbial comp αὐχμηρός dry masc acc comp sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηροτέρων — αὐχμηρός dry fem gen comp pl αὐχμηρός dry masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρῶν — αὐχμηρός dry fem gen pl αὐχμηρός dry masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρόν — αὐχμηρός dry masc acc sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηρότατον — αὐχμηρός dry masc acc superl sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηραῖς — αὐχμηρός dry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηραί — αὐχμηρός dry fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμηροτάτους — αὐχμηρός dry masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»